- επιτρέπομαι
- επιτρέπομαι, επιτράπηκα βλ. πίν. 180
(και ως απρόσ. επιτρέπεται)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐπιτρέπομαι — ἐπιτρέπω to turn to pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek